φουμέρνω

φουμέρνω
Ν
βλ. φουμάρω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φουμέρνω — βλ. φουμάρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φουμάρω — και φουμέρνω Ν 1. καπνίζω τσιγάρο 2. φρ. «τί καπνό φουμάρει;» τί άνθρωπος είναι; [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fumare (< λατ. fumo, āre < fumus «καπνός»)] …   Dictionary of Greek

  • φουμάρω — και φουμέρνω φουμάρισα και φούμαρα, φουμαρισμένος (λ. ιταλ.), καπνίζω τσιγάρο, πούρο, ναργιλέ κτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”